δέμα: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0544.png Seite 544]] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0544.png Seite 544]] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''δέμα:''' ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δέμα]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο δένουμε [[κάτι]], [[ταινία]] ή [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] συσκευασμένο και δεμένο με [[ταινία]] ή [[σκοινί]] («ταχυδρομικό [[δέμα]]», «[[δέμα]] με βιβλία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[δέσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>2.</b> [[δέση]], [[φράγμα]] ποταμού<br /><b>3.</b> [[δέσιμο]], [[μαγικός]] [[κατάδεσμος]] που εμποδίζει τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> τα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>, <i>δω</i> «[[δένω]]»].
|mltxt=το (AM [[δέμα]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο δένουμε [[κάτι]], [[ταινία]] ή [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] συσκευασμένο και δεμένο με [[ταινία]] ή [[σκοινί]] («ταχυδρομικό [[δέμα]]», «[[δέμα]] με βιβλία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[δέσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>2.</b> [[δέση]], [[φράγμα]] ποταμού<br /><b>3.</b> [[δέσιμο]], [[μαγικός]] [[κατάδεσμος]] που εμποδίζει τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> τα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>, <i>δω</i> «[[δένω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''δέμα:''' ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέμα Medium diacritics: δέμα Low diacritics: δέμα Capitals: ΔΕΜΑ
Transliteration A: déma Transliteration B: dema Transliteration C: dema Beta Code: de/ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δέω A) A band, Plb.6.33.11; = σχοινίον, Hsch. II Archit., clamp, dowel, IG7.3073.70 (Lebad.). III tow-rope, Ph. Bel.73.24.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 traba, cuerda ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; Mim.Fr.Pap.13.3, cf. Hsch.
2 náut. cabo de remolque ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.Bel.73.24.
3 como unidad de medida gavilla, haz σχοινίω(ν) SB 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.H.Laus.18.6, BGU 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης SB 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων PLond.1771.10 (VI d.C.), PStras.476.12 (VI d.C.), POxford 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) PKlein.Form.880 (VII d.C.)
atado, paquete δέματα ψιαθίων atados de esterillas, BGU 2359.3 (III d.C.)
manojo κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν SB 4483.12 (VII d.C.).
4 arq. grapa τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις IG 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).

German (Pape)

[Seite 544] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.

Russian (Dvoretsky)

δέμα: ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δέμα: -ατος, τό, (δέω) λωρίς, ταινία, Πολύβ. 6. 33, 11. ΙΙ. σωρός, δέμα Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το (AM δέμα)
1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί
2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία»)
μσν.- νεοελλ.
1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη έκταση
2. (για μέταλλα) δέσιμο
νεοελλ.
1. επίδεσμος
2. δέση, φράγμα ποταμού
3. δέσιμο, μαγικός κατάδεσμος που εμποδίζει τη συνουσία
4. δεσμός
5. τα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δω «δένω»].