Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διδυμοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0616.png Seite 616]] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0616.png Seite 616]] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' [[рождающий двойни]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] ([[πρβλ]]. [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] ([[πρβλ]]. [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' [[рождающий двойни]] Arst.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμοτόκος Medium diacritics: διδυμοτόκος Low diacritics: διδυμοτόκος Capitals: ΔΙΔΥΜΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: didymotókos Transliteration B: didymotokos Transliteration C: didymotokos Beta Code: didumoto/kos

English (LSJ)

ον, twinner, producing twins, twin, Id.HA573b32.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es producto de un doble parto, e.e. gemelo o pareja ἐὰν ὁ κριὸς ἢ ὁ τράγος ᾖ δ. ἢ ἡ μήτηρ Arist.HA 573b32.
2 que pare dos crías Aq.Ca.4.2, ἀγέλαι Gr.Nyss.Hom.in Cant.225.18, en usos alegór. del mismo pasaje, Gr.Nyss.Hom.in Cant.228.1, πρόβατα Basil.Hex.9.5, Sud.

German (Pape)

[Seite 616] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.

Russian (Dvoretsky)

δῐδῠμοτόκος: рождающий двойни Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δίδυμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19. 3.

Greek Monolingual

διδυμοτόκος, -ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος)
(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].