διφθέρινος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ου;<br />de peau, de cuir.<br />'''Étymologie:''' [[διφθέρα]]. | |btext=η, ου;<br />de peau, de cuir.<br />'''Étymologie:''' [[διφθέρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφθέρινος:''' [[сделанный из кож или шкур]], [[кожаный]] (σχεδίαι Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διφθέρινος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο [[δέρμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διφθέρινος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο [[δέρμα]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:47, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.
Spanish (DGE)
-η, -ον
de piel curtida σχεδίαι X.An.2.4.28, πλοῖα Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
η, ου;
de peau, de cuir.
Étymologie: διφθέρα.
Russian (Dvoretsky)
διφθέρινος: сделанный из кож или шкур, кожаный (σχεδίαι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διφθέρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος.
Greek Monotonic
διφθέρινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο δέρμα, σε Ξεν.
Middle Liddell
διφθέρινος, η, ον adj [from διφθέρα
of tanned leather, Xen.