δυσαπάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut se délivrer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀπαλλάσσω]].
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut se délivrer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀπαλλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπάλλακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с трудом устранимый]], [[неотвязный]] (ὀδύναι Soph.; [[πρόσταγμα]] Isocr.; [[ἔκστασις]] δ. καὶ [[ἀκίνητος]] Arst.; [[νόσος]] Plut.): δ. [[γενέσθαι]] τῶν ἐμβρύων Arst. иметь трудные роды;<br /><b class="num">2)</b> [[с трудом отговариваемый]] (ἀφ᾽ ἑκάστου λόγου Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπάλλακτος:''' -ον ([[ἀπαλλάσσω]]), [[δύσκολος]] στο να απαλλαγεί [[κάποιος]] από αυτόν, [[φορτικός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δυσαπάλλακτος:''' -ον ([[ἀπαλλάσσω]]), [[δύσκολος]] στο να απαλλαγεί [[κάποιος]] από αυτόν, [[φορτικός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπάλλακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с трудом устранимый]], [[неотвязный]] (ὀδύναι Soph.; [[πρόσταγμα]] Isocr.; [[ἔκστασις]] δ. καὶ [[ἀκίνητος]] Arst.; [[νόσος]] Plut.): δ. [[γενέσθαι]] τῶν ἐμβρύων Arst. иметь трудные роды;<br /><b class="num">2)</b> [[с трудом отговариваемый]] (ἀφ᾽ ἑκάστου λόγου Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]απάλλακτος, ον <i>adj</i> [[ἀπαλλάσσω]]<br />[[hard]] to get rid of, Soph.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]απάλλακτος, ον <i>adj</i> [[ἀπαλλάσσω]]<br />[[hard]] to get rid of, Soph.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπάλλακτος Medium diacritics: δυσαπάλλακτος Low diacritics: δυσαπάλλακτος Capitals: ΔΥΣΑΠΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dysapállaktos Transliteration B: dysapallaktos Transliteration C: dysapallaktos Beta Code: dusapa/llaktos

English (LSJ)

ον, hard to get rid of, νοῦσος Hp.Nat.Mul. 40; ὀδύναι S.Tr.959 (lyr.); πρόσταγμα Isoc.10.28; ἀρρώστημα Arist. PA671b9, cf. Cat.10a4: c. gen., -ότεραι τῶν ἐμβρύων having difficulty in bringing forth, Id.HA587b1; δ. ἀπὸ λόγου a person hard to draw away from... Pl.Tht.195c. Adv. -τως, ἔχειν τινός Eust.1389.46, cf. Eustr. in EN140.18.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lo que es difícil desembarazarse, difícil de quitar o eliminar ὀδύναι S.Tr.959, νοῦσος Hp.Mul.2.141, cf. Nat.Hom.15, ἕλκη Hp.Prorrh.2.11, cf. 30, de una enfermedad, Pl.Ti.85a, πρόσταγμα δυσαπάλλακτον obligación ineludible Isoc.10.28, δ. θέα espectáculo del que es difícil apartarse Str.5.3.8.
2 que se libera o desembaraza difícilmente c. gen. o giro prep. ἀπ' ἑκάστου λόγου Pl.Tht.195c, δ. τῶν ἐμβρύων ref. a las parturientas que rompen aguas prematuramente, Arist.HA 587b1.
II adv. -ως en situación de librarse difícilmente διὰ τὸ τῆς συνηθείας ὑμᾶς δ. ἔχειν D.Chr.38.50, δ. εἶχε τῆς ... Καλυψοῦς Eust.1389.46, cf. Anon.in EN 140.18.

German (Pape)

[Seite 676] wovon man sich schwer losmachen kann, hartnäckig; ὀδύναι Soph. Tr. 955, Schol. δυσίατοι; ἀφ' ἑκάστου λόγου Plat. Theaet. 195 c; im compar., Tim. 85 b; δυσαπαλλάκτου προστάγματος Isocr. 10, 28; τῶν ἐμβρύων δ. γίγνονται Arist. de anim. 7, 10, sie können schwer entbunden werden; – Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut se délivrer.
Étymologie: δυσ-, ἀπαλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπάλλακτος:
1) с трудом устранимый, неотвязный (ὀδύναι Soph.; πρόσταγμα Isocr.; ἔκστασις δ. καὶ ἀκίνητος Arst.; νόσος Plut.): δ. γενέσθαι τῶν ἐμβρύων Arst. иметь трудные роды;
2) с трудом отговариваемый (ἀφ᾽ ἑκάστου λόγου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπάλλακτος: -ον, ἀφ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλλαγῇ τις, ὀδύναι Σοφ. Τρ. 959· πρόσταγμα Ἰσοκρ. 213D· ἀρρώστημα Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 9, 4, πρβλ. Κατηγ. 8, 18· ‒ μετὰ γεν., δ. τῶν ἐμβρύων, ἔχουσα δυσκολίαν κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 10, 6· ‒ δ. ἀπὸ λόγου…, Πλάτ. Θεαιτ. 195C. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 1389. 46.

Greek Monolingual

δυσαπάλλακτος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσαπάλλακτος: -ον (ἀπαλλάσσω), δύσκολος στο να απαλλαγεί κάποιος από αυτόν, φορτικός, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-απάλλακτος, ον adj ἀπαλλάσσω
hard to get rid of, Soph.