δυσπάριτος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on marche difficilement, difficile (route).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάρειμι]]².
|btext=ος, ον :<br />où l'on marche difficilement, difficile (route).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάρειμι]]².
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάρῐτος:''' (ᾰ) труднопроходимый ([[χωρίον]] Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[δυσπόριστος]] и [[δύσβατος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάρῐτος:''' (ᾰ) труднопроходимый ([[χωρίον]] Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[δυσπόριστος]] и [[δύσβατος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πάρῐτος, ον [παριέναι]<br />[[hard]] to [[pass]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πάρῐτος, ον [παριέναι]<br />[[hard]] to [[pass]], Xen.
}}
}}

Revision as of 12:59, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάρῐτος Medium diacritics: δυσπάριτος Low diacritics: δυσπάριτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dyspáritos Transliteration B: dysparitos Transliteration C: dysparitos Beta Code: duspa/ritos

English (LSJ)

ον, hard to pass, X.An.4.1.25.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.

German (Pape)

[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρῐτος: (ᾰ) труднопроходимый (χωρίον Xen. - v.l. δυσπόριστος и δύσβατος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.

Greek Monolingual

δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.

Greek Monotonic

δυσπάρῐτος: -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, κακοτράχαλος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-πάρῐτος, ον [παριέναι]
hard to pass, Xen.