δυσπρόσμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσμάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσμάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' [[трудный для завоевания или взятия]], [[недоступный]] (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' [[трудный для завоевания или взятия]], [[недоступный]] (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πρόσμᾰχος, ον [[προσμάχομαι]]<br />[[hard]] to [[attack]], Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πρόσμᾰχος, ον [[προσμάχομαι]]<br />[[hard]] to [[attack]], Plut.
}}
}}

Revision as of 13:01, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσμᾰχος Medium diacritics: δυσπρόσμαχος Low diacritics: δυσπρόσμαχος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dysprósmachos Transliteration B: dysprosmachos Transliteration C: dysprosmachos Beta Code: duspro/smaxos

English (LSJ)

ον, hard to attack, Plu.Tim.21.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de asaltar, inexpugnable de lugares, Plu.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσμᾰχος: трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.

Greek Monolingual

δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-πρόσμᾰχος, ον προσμάχομαι
hard to attack, Plut.