δυσκοινώνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insociable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κοινωνέω]].
|btext=ος, ον :<br />insociable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κοινωνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκοινώνητος:''' [[не склонный к общению]], [[необщительный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[ακοινώνητος]], [[αντικοινωνικός]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[ακοινώνητος]], [[αντικοινωνικός]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκοινώνητος:''' [[не склонный к общению]], [[необщительный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κοινώνητος, ον [[κοινωνέω]]<br />unsocial, Plat.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κοινώνητος, ον [[κοινωνέω]]<br />unsocial, Plat.
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκοινώνητος Medium diacritics: δυσκοινώνητος Low diacritics: δυσκοινώνητος Capitals: ΔΥΣΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskoinṓnētos Transliteration B: dyskoinōnētos Transliteration C: dyskoinonitos Beta Code: duskoinw/nhtos

English (LSJ)

ον, unsocial, Pl.R.486b; ἀρχή Plu.Demetr. 3.

Spanish (DGE)

-ον
1 insociable ψυχή Pl.R.486b
asocial οὐδεμία γὰρ μοχθηρία μᾶλλον δ. ἀπιστίας Them.Or.21.258b.
2 difícil de compartirἀρχή Plu.Demetr.3.

German (Pape)

[Seite 682] zum Umgang untauglich; καὶ ἀγρία ψυχή Plat. Rep. VI, 486 b, u. Sp., wie Plut. Demetr. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insociable.
Étymologie: δυσ-, κοινωνέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκοινώνητος: не склонный к общению, необщительный Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκοινώνητος: -ον, οὐχὶ κοινωνικός, Πλάτ. Πολ. 486Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκοινώνητος, -ον)
δύσκολος στις κοινωνικές του σχέσεις.

Greek Monotonic

δυσκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), ακοινώνητος, αντικοινωνικός, απολίτιστος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δυσ-κοινώνητος, ον κοινωνέω
unsocial, Plat.