δύσληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à saisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λαμβάνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à saisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[за который трудно ухватиться]] ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудноуловимый]], [[неудобопонятный]] (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[за который трудно ухватиться]] ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудноуловимый]], [[неудобопонятный]] (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-ληπτος, ον [[λαμβάνω]]<br />[[hard]] to [[catch]], Luc.
|mdlsjtxt=δύσ-ληπτος, ον [[λαμβάνω]]<br />[[hard]] to [[catch]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσληπτος Medium diacritics: δύσληπτος Low diacritics: δύσληπτος Capitals: ΔΥΣΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: dýslēptos Transliteration B: dyslēptos Transliteration C: dysliptos Beta Code: du/slhptos

English (LSJ)

ον, hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. δυσλήπτως = de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

δύσληπτος:
1) за который трудно ухватиться (ὄχανον δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);
2) трудноуловимый, неудобопонятный (sc. μάθησις τοῦ ὄντος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.

Greek Monotonic

δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.

Middle Liddell

δύσ-ληπτος, ον λαμβάνω
hard to catch, Luc.