εὐδιάφθορος: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάφθορος:''' [[легко подвергающийся порче или разрушению]] (ἔντομα, [[ὀλιγαρχία]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάφθορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), [[πρβλ]]. [[αδιάφθορος]], [[πολυδιάφθορος]]].
|mltxt=[[εὐδιάφθορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), [[πρβλ]]. [[αδιάφθορος]], [[πολυδιάφθορος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάφθορος:''' [[легко подвергающийся порче или разрушению]] (ἔντομα, [[ὀλιγαρχία]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάφθορος Medium diacritics: εὐδιάφθορος Low diacritics: ευδιάφθορος Capitals: ΕΥΔΙΑΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: eudiáphthoros Transliteration B: eudiaphthoros Transliteration C: evdiafthoros Beta Code: eu)dia/fqoros

English (LSJ)

ον, A easily destroyed, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1306a10; (ἔντομα) Id.PA682b16; of papyrus rolls, Arch.Pap.6.101 (i A.D.). II easily corrupted, Arist.Ath.41.2 (Comp.); easily going bad, of food, Xenocr. ap. Orib. 2.58.145, Dsc.1.105.

German (Pape)

[Seite 1062] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάφθορος: легко подвергающийся порче или разрушению (ἔντομα, ὀλιγαρχία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάφθορος: -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.

Greek Monolingual

εὐδιάφθορος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρεται εύκολα
2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα
3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. αδιάφθορος, πολυδιάφθορος].