εὐτερπής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait réjouissant, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέρπω]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait réjouissant, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέρπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτερπής:''' [[прелестный]], [[очаровательный]] (ὕμνων [[ἄνθος]] Pind.; [[φωνή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[τερπνός]], [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Πίνδ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[τερπνός]], [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Πίνδ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτερπής:''' [[прелестный]], [[очаровательный]] (ὕμνων [[ἄνθος]] Pind.; [[φωνή]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-τερπής, ές [[τέρπω]]<br />[[delightful]], Pind., Anth.
|mdlsjtxt=εὐ-τερπής, ές [[τέρπω]]<br />[[delightful]], Pind., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτερπής Medium diacritics: εὐτερπής Low diacritics: ευτερπής Capitals: ΕΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: euterpḗs Transliteration B: euterpēs Transliteration C: efterpis Beta Code: eu)terph/s

English (LSJ)

ές, delightful, charming, ἄνθος, φωνή, Pi.O.6.105, AP9.364 (Nestor).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait réjouissant, charmant.
Étymologie: εὖ, τέρπω.

Russian (Dvoretsky)

εὐτερπής: прелестный, очаровательный (ὕμνων ἄνθος Pind.; φωνή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτερπής: -ές, τερπνός, εὐάρεστος, θελκτικός, Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.

English (Slater)

εὐτερπής joyous ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος pr. (O. 6.105)

Greek Monolingual

εὐτερπής, -ές (Α)
τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. ατερπής, επιτερπής].

Greek Monotonic

εὐτερπής: -ές (τέρπω), τερπνός, θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Πίνδ., Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-τερπής, ές τέρπω
delightful, Pind., Anth.