εὐλείμων: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux belles prairies.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λειμών]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux belles prairies.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λειμών]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλείμων:''' 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами ([[νῆσος]] Hom.; ἔαρος [[χάρις]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐλείμων:''' -ον, αυτός που έχει [[καλά]], εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''εὐλείμων:''' -ον, αυτός που έχει [[καλά]], εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλείμων:''' 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами ([[νῆσος]] Hom.; ἔαρος [[χάρις]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with [[goodly]] meadows, Od., Hhymn.
|mdlsjtxt=with [[goodly]] meadows, Od., Hhymn.
}}
}}

Revision as of 13:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλείμων Medium diacritics: εὐλείμων Low diacritics: ευλείμων Capitals: ΕΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: euleímōn Transliteration B: euleimōn Transliteration C: evleimon Beta Code: eu)lei/mwn

English (LSJ)

( ἐϋ-), ον, gen. ονος, with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.

German (Pape)

[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.

Russian (Dvoretsky)

εὐλείμων: 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами (νῆσος Hom.; ἔαρος χάρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.

English (Autenrieth)

with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.

Greek Monolingual

εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].

Greek Monotonic

εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

with goodly meadows, Od., Hhymn.