θυμοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui oppresse le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βάρος]].
|btext=ής, ές :<br />qui oppresse le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βάρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοβᾰρής:''' [[с тяжелым сердцем]], [[подавленный]] (θ. [[μύρομαι]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοβᾰρής:''' [[с тяжелым сердцем]], [[подавленный]] (θ. [[μύρομαι]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμο-βᾰρής, ές [[βαρύς]]<br />[[heavy]] at [[heart]], Anth.
|mdlsjtxt=θῡμο-βᾰρής, ές [[βαρύς]]<br />[[heavy]] at [[heart]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοβᾰρής Medium diacritics: θυμοβαρής Low diacritics: θυμοβαρής Capitals: ΘΥΜΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: thymobarḗs Transliteration B: thymobarēs Transliteration C: thymovaris Beta Code: qumobarh/s

English (LSJ)

ές, heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θῡμο-βάρεια EM458.24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοβᾰρής: с тяжелым сердцем, подавленный (θ. μύρομαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.

Greek Monolingual

θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισοβαρής, ετεροβαρής].

Greek Monotonic

θῡμοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θῡμο-βᾰρής, ές βαρύς
heavy at heart, Anth.