λαγοδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mange des lièvres.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]], δαίνυμαι. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui mange des lièvres.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]], δαίνυμαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰγοδαίτης:''' дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾰγοδαίτης:''' -ου, ὁ ([[δαίω]]), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''λᾰγοδαίτης:''' -ου, ὁ ([[δαίω]]), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λᾰγο-[[δαίτης]], ου, ὁ, [[δαίω]]<br />[[hare]]-devourer, Aesch. | |mdlsjtxt=λᾰγο-[[δαίτης]], ου, ὁ, [[δαίω]]<br />[[hare]]-devourer, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (δαίω B) hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγοδαίτης: дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).
Greek Monolingual
λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].
Greek Monotonic
λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.