λιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
|btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐβάδιον:''' (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐβάδιον:''' (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[λιβάς]]<br />a [[small]] [[stream]], Strab.
|mdlsjtxt=λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[λιβάς]]<br />a [[small]] [[stream]], Strab.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάδιον Medium diacritics: λιβάδιον Low diacritics: λιβάδιον Capitals: ΛΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: libádion Transliteration B: libadion Transliteration C: livadion Beta Code: liba/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (λιβάς) A small spring, πότιμα λ. Plu.2.913c; small stream, λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4. II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch. III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.

German (Pape)

[Seite 42] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu d'eau.
Étymologie: λιβάς.

Russian (Dvoretsky)

λῐβάδιον: (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάδιον: τό, (λιβὰς) ὕδωρ, πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς ῥύαξ, λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «λιβάδιον· μικρὸς σταλαγμός». ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, τόπος ἔνυδρος, λειμών, «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. ὄνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.

Greek Monotonic

λῐβάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.

Middle Liddell

λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of λιβάς
a small stream, Strab.