λοχαγέω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]].
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λοχᾱγέω:''' ион. [[λοχηγέω]] (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. [[λόχος]]), быть лохагом Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοχᾱγέω:''' ион. [[λοχηγέω]] (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. [[λόχος]]), быть лохагом Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοχᾱγέω,<br />to [[lead]] a [[λόχος]] or [[company]] ([[commonly]] of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and [[attic]] for [[λοχηγέω]],]
|mdlsjtxt=λοχᾱγέω,<br />to [[lead]] a [[λόχος]] or [[company]] ([[commonly]] of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and [[attic]] for [[λοχηγέω]],]
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχᾱγέω Medium diacritics: λοχαγέω Low diacritics: λοχαγέω Capitals: ΛΟΧΑΓΕΩ
Transliteration A: lochagéō Transliteration B: lochageō Transliteration C: lochageo Beta Code: loxage/w

English (LSJ)

Dor. (borrowed by Att.) for λοχηγέω, A lead a λόχος or company (commonly of 100 men), X.An. 6.1.30, Mem.3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων Hdt.9.53, cf. 21. II consist of λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.Tact. 10.13, 11.1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.

Russian (Dvoretsky)

λοχᾱγέω: ион. λοχηγέω (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. λόχος), быть лохагом Xen.

Greek (Liddell-Scott)

λοχᾱγέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε λοχαγός), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ λόχον (συνήθως σῶμα ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21.

Greek Monotonic

λοχᾱγέω: Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγέω, ηγούμαι λόχου, διοικώ λόχον (συνήθως σώμα από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., λόχου λοχηγεῖν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λοχᾱγέω,
to lead a λόχος or company (commonly of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and attic for λοχηγέω,]