λιθοεργός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui travaille la pierre;<br /><b>2</b> qui pétrifie.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui travaille la pierre;<br /><b>2</b> qui pétrifie.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοεργός:''' [[превращающий в камень]] ([[Γοργώ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοεργός:''' [[превращающий в камень]] ([[Γοργώ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[turning]] to [[stone]], Anth.
|mdlsjtxt=λῐθο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[turning]] to [[stone]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοεργός Medium diacritics: λιθοεργός Low diacritics: λιθοεργός Capitals: ΛΙΘΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: lithoergós Transliteration B: lithoergos Transliteration C: lithoergos Beta Code: liqoergo/s

English (LSJ)

όν, A turning to stone, Γοργώ AP6.126 (Diosc.). II Subst., stonemason, Man.1.77.

German (Pape)

[Seite 45] dasselbe, Γοργώ, Diosc. 14 (VI, 126); der Steinarbeiter, Man. 1, 77.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui travaille la pierre;
2 qui pétrifie.
Étymologie: λίθος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοεργός: превращающий в камень (Γοργώ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοεργός: -όν, μεταβάλλων εἰς λίθον, Γοργὼ Ἀνθ. Π. 6. 126. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐργαζόμενος τοὺς λίθους, πελεκητής, λιθοξόος, Μανέθων 1. 77.

Greek Monolingual

λιθοεργός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο
2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός
ο λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-. + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός].

Greek Monotonic

λῐθοεργός: -όν (ἔργω), αυτός που μεταβάλλεται σε πέτρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐθο-εργός, όν [*ἔργω
turning to stone, Anth.