νοσερός: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]]. | |btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[больной]] ([[κῶλον]] Eur.): νοσερὰ [[κοίτη]] Eur. одр болезни;<br /><b class="num">2)</b> [[несущей болезни]], [[нездоровый]] (ὁ [[χειμών]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ. | |lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νοσερός]], ή, όν = [[νοσηρός]], Eur.]<br />ν. [[κοίτη]] a bed of [[sickness]], Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] Arist. | |mdlsjtxt=[[νοσερός]], ή, όν = [[νοσηρός]], Eur.]<br />ν. [[κοίτη]] a bed of [[sickness]], Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, = νοσηρός, of symptoms, Hp.Aph.7.67; ν. κῶλον E.Or.1016 (anap.); ν. κοίτα a bed of sickness, Id.Hipp.131 (lyr.), cf. 179 (anap.); ν. χειμών Arist.Pr.861b22; νοσερά, opp. ὑγιεινά, Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. in Top. 71.2; unhealthy, of persons, Ph.1.198 (Sup.). Adv. -ρῶς, ἔχειν Arist.Pol.1320b36.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
malsain.
Étymologie: νόσος.
Russian (Dvoretsky)
νοσερός:
1) больной (κῶλον Eur.): νοσερὰ κοίτη Eur. одр болезни;
2) несущей болезни, нездоровый (ὁ χειμών Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. κῶλον Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. κοίτη, κλίνη ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, διατί… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.
Greek Monolingual
νοσερός, -ά, -όν (ΑΜ)
(για πρόσ.) άρρωστος, ασθενής
αρχ.
(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την υγεία, νοσηρός.
επίρρ...
νοσερῶς (Α)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ερός (πρβλ. μογ-ερός, φθον-ερός)].
Greek Monotonic
νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, σε Ευρ.· νοσερὰ κοίτη, το κρεβάτι του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο ασθενής, στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα, σε Αριστ.
Middle Liddell
νοσερός, ή, όν = νοσηρός, Eur.]
ν. κοίτη a bed of sickness, Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα Arist.