πεντηκοντακάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinquante têtes.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], [[κάρηνον]].
|btext=ος, ον :<br />à cinquante têtes.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], [[κάρηνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεντηκοντακάρηνος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[πεντηκοντακέφαλος]] 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω [[κύων]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκοντᾰκάρηνος:''' -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πεντηκοντᾰκάρηνος:''' -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πεντηκοντακάρηνος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[πεντηκοντακέφαλος]] 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω [[κύων]] Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, [[κάρηνον]]<br />[[fifty]]-headed, Hes.
|mdlsjtxt=πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, [[κάρηνον]]<br />[[fifty]]-headed, Hes.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακάρηνος Medium diacritics: πεντηκοντακάρηνος Low diacritics: πεντηκοντακάρηνος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: pentēkontakárēnos Transliteration B: pentēkontakarēnos Transliteration C: pentikontakarinos Beta Code: penthkontaka/rhnos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

German (Pape)

[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοντακάρηνος: v.l. πεντηκοντακέφαλος 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω κύων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].

Greek Monotonic

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, κάρηνον
fifty-headed, Hes.