μανιάς: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος<br /><i>adj. aux trois genres</i>;<br />furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]]. | |btext=άδος<br /><i>adj. aux trois genres</i>;<br />furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰνιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f, тж. n бешеная, исступленная (νόσοι Soph.; [[λύσσα]] и λυσσήματα Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ. | |lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μᾰνιάς, άδος, [[μανία]]<br />[[raging]], [[frantic]], mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur. | |mdlsjtxt=μᾰνιάς, άδος, [[μανία]]<br />[[raging]], [[frantic]], mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
άδος, frantic, mad, μανιάσιν νόσοις S.Aj.59; λύσσας μανιάδος E.Or.327 (lyr.), cf. S.Fr.941.4: with neut. Subst. in dat. pl., μανιάσιν λυσσήμασι E.Or.270.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. aux trois genres;
furieux.
Étymologie: μανία.
Russian (Dvoretsky)
μᾰνιάς: άδος (ᾰδ) adj. f, тж. n бешеная, исступленная (νόσοι Soph.; λύσσα и λυσσήματα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιάς: -άδος, ἡ, (μανία) ἐμμανής, μαινόμενος, μανικός, μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι αὐτόθι 270.
Greek Monolingual
μανιάς, -άδος, ἡ (Α) ως επίθ. μανιώδης, εμμανής («μανιάσιν νόσοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σηπ-ιάς)].
Greek Monotonic
μᾰνιάς: -άδος (μανία), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., μανιάσιν λυσσήμασι, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.
Middle Liddell
μᾰνιάς, άδος, μανία
raging, frantic, mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur.