μεγαλωφελής: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />grandement utile.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ὠφελέω]].
|btext=ής, ές :<br />grandement utile.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ὠφελέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλωφελής:''' [[весьма полезный]], [[приносящий большую пользу]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλωφελής]], -ές (Α)<br />εξαιρετικά [[ωφέλιμος]], πολύ [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄφελος]] ([[πρβλ]]. <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[μεγαλωφελής]], -ές (Α)<br />εξαιρετικά [[ωφέλιμος]], πολύ [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄφελος]] ([[πρβλ]]. <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλωφελής:''' [[весьма полезный]], [[приносящий большую пользу]] Plut.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωφελής Medium diacritics: μεγαλωφελής Low diacritics: μεγαλωφελής Capitals: ΜΕΓΑΛΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: megalōphelḗs Transliteration B: megalōphelēs Transliteration C: megalofelis Beta Code: megalwfelh/s

English (LSJ)

ές, (ὄφελος) very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.

German (Pape)

[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλωφελής: весьма полезный, приносящий большую пользу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.

Greek Monolingual

μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοιν-ωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].