μεταλλευτός: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταλλευτός:''' [[рудный]], [[ископаемый]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταλλευτός]], -ή, -όν (Α) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να ληφθεί με [[μετάλλευση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μεταλλευτά</i><br />[[καθετί]] που μεταλλεύεται, όπως [[σίδηρος]], [[χαλκός]] κ.λπ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ορυκτά. | |mltxt=[[μεταλλευτός]], -ή, -όν (Α) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να ληφθεί με [[μετάλλευση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μεταλλευτά</i><br />[[καθετί]] που μεταλλεύεται, όπως [[σίδηρος]], [[χαλκός]] κ.λπ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ορυκτά. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, to be got by mining, τὰ μ., opp. τὰ ὀρυκτά, Arist.Mete.378a21, cf. Gal.12.166.
German (Pape)
[Seite 149] in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλευτός: рудный, ископаемый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλευτός: -ή, -όν, πᾶν ὅτι μεταλλεύεται, τὰ μεταλλευτά, ὅσα μεταλλεύονται καὶ εἶναι ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά, οἷον σίδηρος, χαλκός, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὀρυκτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10.
Greek Monolingual
μεταλλευτός, -ή, -όν (Α) μεταλλεύω
1. αυτός που μπορεί να ληφθεί με μετάλλευση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μεταλλευτά
καθετί που μεταλλεύεται, όπως σίδηρος, χαλκός κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τα ορυκτά.