μετόπιν: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i> ;<br /><i>c.</i> [[μετόπισθε]]. | |btext=<i>adv.</i> ;<br /><i>c.</i> [[μετόπισθε]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετόπῐν:''' adv. Soph. = [[μετόπισθε]] I. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετόπῐν:''' επίρρ., = [[μετόπισθε]], σε Σοφ. | |lsmtext='''μετόπῐν:''' επίρρ., = [[μετόπισθε]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[μετόπισθε]], Soph.] | |mdlsjtxt== [[μετόπισθε]], Soph.] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv., = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.
German (Pape)
[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.
French (Bailly abrégé)
adv. ;
c. μετόπισθε.
Russian (Dvoretsky)
μετόπῐν: adv. Soph. = μετόπισθε I.
Greek (Liddell-Scott)
μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.
Greek Monolingual
μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ-όπιν].
Greek Monotonic
μετόπῐν: επίρρ., = μετόπισθε, σε Σοφ.
Middle Liddell
= μετόπισθε, Soph.]