μιλτεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase pour le minium <i>ou</i> le vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]].
|btext=ου (τό) :<br />vase pour le minium <i>ou</i> le vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μιλτεῖον:''' τό [[сосуд для красной краски]] (сурика, охры или киновари) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μιλτεῖον:''' τό, [[δοχείο]] για [[διατήρηση]] της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται [[μίλτος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μιλτεῖον:''' τό, [[δοχείο]] για [[διατήρηση]] της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται [[μίλτος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μιλτεῖον:''' τό [[сосуд для красной краски]] (сурика, охры или киновари) Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μιλτεῖον]], ου, τό,<br />a [[vessel]] for [[keeping]] [[μίλτος]] in, Anth.
|mdlsjtxt=[[μιλτεῖον]], ου, τό,<br />a [[vessel]] for [[keeping]] [[μίλτος]] in, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτεῖον Medium diacritics: μιλτεῖον Low diacritics: μιλτείον Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΝ
Transliteration A: milteîon Transliteration B: milteion Transliteration C: milteion Beta Code: miltei=on

English (LSJ)

τό, vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Russian (Dvoretsky)

μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μιλτεῖον: τό, ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐτίθετο μίλτος, Ἀνθ. Π. 6. 205.

Greek Monolingual

μιλτεῖον, τὸ (Α) μίλτος
αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου.

Greek Monotonic

μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μιλτεῖον, ου, τό,
a vessel for keeping μίλτος in, Anth.