μαχλοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />lubricité, impudicité.<br />'''Étymologie:''' [[μάχλος]].
|btext=ης (ἡ) :<br />lubricité, impudicité.<br />'''Étymologie:''' [[μάχλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαχλοσύνη:''' (ῠ) ἡ похотливость, распущенность Hom. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαχλοσύνη:''' ἡ, [[λαγνεία]], [[πόθος]], [[ακολασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''μαχλοσύνη:''' ἡ, [[λαγνεία]], [[πόθος]], [[ακολασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαχλοσύνη:''' (ῠ) ἡ похотливость, распущенность Hom. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαχλοσύνη]], ἡ, [from [[μάχλος]]<br />[[lewdness]], [[lust]], [[wantonness]], Il., Hdt.
|mdlsjtxt=[[μαχλοσύνη]], ἡ, [from [[μάχλος]]<br />[[lewdness]], [[lust]], [[wantonness]], Il., Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:39, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαχλοσύνη Medium diacritics: μαχλοσύνη Low diacritics: μαχλοσύνη Capitals: ΜΑΧΛΟΣΥΝΗ
Transliteration A: machlosýnē Transliteration B: machlosynē Transliteration C: machlosyni Beta Code: maxlosu/nh

English (LSJ)

ἡ, lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lubricité, impudicité.
Étymologie: μάχλος.

Russian (Dvoretsky)

μαχλοσύνη: (ῠ) ἡ похотливость, распущенность Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μαχλοσύνη: αἰσχρότης, ἀκολασία, ἀσέλγεια, λαγνεία ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 (ἔνθα ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε μάχλος), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.

English (Autenrieth)

(μάχλος): lust, indulgence, Il. 24.30†.

Greek Monolingual

μαχλοσύνη, ἡ (Α) μάχλος
(ειδικά για τον Πάρη) αισχρότητα, ακολασία, ασέλγεια, λαγνεία («τὴν δ' ἤνησ', ἣ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μαχλοσύνη: ἡ, λαγνεία, πόθος, ακολασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

μαχλοσύνη, ἡ, [from μάχλος
lewdness, lust, wantonness, Il., Hdt.