μουσοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a les traits d'une Muse.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πρόσωπον]].
|btext=ος, ον :<br />qui a les traits d'une Muse.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πρόσωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοπρόσωπος:''' [[с лицом музы]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσοπρόσωπος:''' -ον, αυτός που έχει [[μουσική]] όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.
|lsmtext='''μουσοπρόσωπος:''' -ον, αυτός που έχει [[μουσική]] όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοπρόσωπος:''' [[с лицом музы]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μουσο-[[πρόσωπος]], ον<br />[[musical]]-looking, Anth.
|mdlsjtxt=μουσο-[[πρόσωπος]], ον<br />[[musical]]-looking, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοπρόσωπος Medium diacritics: μουσοπρόσωπος Low diacritics: μουσοπρόσωπος Capitals: ΜΟΥΣΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: mousoprósōpos Transliteration B: mousoprosōpos Transliteration C: mousoprosopos Beta Code: mousopro/swpos

English (LSJ)

ον, musical-looking, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les traits d'une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

μουσοπρόσωπος: с лицом музы Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.

Greek Monolingual

μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.

Greek Monotonic

μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-πρόσωπος, ον
musical-looking, Anth.