μυριόβοιος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui renferme des milliers de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[βοῦς]].
|btext=ος, ον :<br />qui renferme des milliers de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[βοῦς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόβοιος:''' [[вмещающий десять тысяч или множество волов]] (αὔλια Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που έχει [[δέκα]] χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.
|lsmtext='''μῡριόβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που έχει [[δέκα]] χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόβοιος:''' [[вмещающий десять тысяч или множество волов]] (αὔλια Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριό-βοιος, ον [[βοῦς]]<br />with ten [[thousand]] oxen, Anth.
|mdlsjtxt=μῡριό-βοιος, ον [[βοῦς]]<br />with ten [[thousand]] oxen, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόβοιος Medium diacritics: μυριόβοιος Low diacritics: μυριόβοιος Capitals: ΜΥΡΙΟΒΟΙΟΣ
Transliteration A: myrióboios Transliteration B: myrioboios Transliteration C: myriovoios Beta Code: murio/boios

English (LSJ)

ον, with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 219] mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme des milliers de bœufs.
Étymologie: μυρίοι, βοῦς.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόβοιος: вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους βοῦς, Ἀνθ. Π. 9. 237.

Greek Monolingual

μυριόβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισό-βοιος, πρωτό-βοιος].

Greek Monotonic

μῡριόβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που έχει δέκα χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῡριό-βοιος, ον βοῦς
with ten thousand oxen, Anth.