Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ναυπηγικός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l'art de construire des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l'art de construire des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυπηγικός:'''<br /><b class="num">I</b> [[кораблестроительный]], [[употребляемый при постройке судов]] Arst.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[кораблестроитель]] ([[πέλεκυς]] τῶν ναυπηγικῶν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυπηγικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[κατασκευή]] πλοίων, σε Λουκ.· <i>ἡ ναυπηγική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] και [[τεχνική]] κατασκευής πλοίων, σε Αριστ.
|lsmtext='''ναυπηγικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[κατασκευή]] πλοίων, σε Λουκ.· <i>ἡ ναυπηγική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] και [[τεχνική]] κατασκευής πλοίων, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυπηγικός:'''<br /><b class="num">I</b> [[кораблестроительный]], [[употребляемый при постройке судов]] Arst.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[кораблестроитель]] ([[πέλεκυς]] τῶν ναυπηγικῶν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναυπηγικός]], ή, όν (from [[ναυπηγός]]) [[skilled]] in [[shipbuilding]], Luc.: ἡ ναυπηγική (sc. τέχνη the art of shipbuilding, Arist.
|mdlsjtxt=[[ναυπηγικός]], ή, όν (from [[ναυπηγός]]) [[skilled]] in [[shipbuilding]], Luc.: ἡ ναυπηγική (sc. τέχνη the art of shipbuilding, Arist.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγικός Medium diacritics: ναυπηγικός Low diacritics: ναυπηγικός Capitals: ΝΑΥΠΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: naupēgikós Transliteration B: naupēgikos Transliteration C: nafpigikos Beta Code: nauphgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A for shipbuilding, πέλεκυς Luc.DMort.10.9: ἡ ναυπηγική (with or without τέχνη), art of shipbuilding, Arist.EN1094a8, Gal. Thras.5: Subst., τὸ ναυπηγικόν Plu.2.571f;
A contract for building a ship, PLond.3.1164h14 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 232] ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l'art de construire des navires.
Étymologie: ναυπηγός.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγικός:
I кораблестроительный, употребляемый при постройке судов Arst.
IIкораблестроитель (πέλεκυς τῶν ναυπηγικῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγικός: -ή, -όν, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναυπηγικός, -ή, -όν) ναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικό
α) η επιστήμη και η τέχνη της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η τέχνη του ναυπηγού
β) ναυπήγηση
3. φρ. «ναυπηγική κλίνη»
ναυτ. χώρος συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων
αρχ.
συμβόλαιο για την κατασκευή πλοίου.

Greek Monotonic

ναυπηγικός: -ή, -όν, ικανός, έμπειρος στην κατασκευή πλοίων, σε Λουκ.· ἡ ναυπηγική (ενν. τέχνη), τέχνη και τεχνική κατασκευής πλοίων, σε Αριστ.

Middle Liddell

ναυπηγικός, ή, όν (from ναυπηγός) skilled in shipbuilding, Luc.: ἡ ναυπηγική (sc. τέχνη the art of shipbuilding, Arist.