μουσόδομος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti au son de la musique.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[δέμω]].
|btext=ος, ον :<br />bâti au son de la musique.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[δέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσόδομος:''' [[воздвигнутый звуками]] (амфионовых) песен (τείχη Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.
|lsmtext='''μουσόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσόδομος:''' [[воздвигнутый звуками]] (амфионовых) песен (τείχη Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μουσό-δομος, ον [[δέμω]]<br />built by [[song]], of the walls of [[Thebes]], Anth.
|mdlsjtxt=μουσό-δομος, ον [[δέμω]]<br />built by [[song]], of the walls of [[Thebes]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόδομος Medium diacritics: μουσόδομος Low diacritics: μουσόδομος Capitals: ΜΟΥΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: mousódomos Transliteration B: mousodomos Transliteration C: mousodomos Beta Code: mouso/domos

English (LSJ)

ον, built by song, of the walls of Thebes, AP9.250 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen, durch Musik gebau't, τείχη, Onest. 6 (IX, 250).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti au son de la musique.
Étymologie: μοῦσα, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

μουσόδομος: воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσόδομος: -ον, ὁ δι’ ᾀσμάτων οἰκοδομηθείς, ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Ἀνθ. Π. 9. 250.

Greek Monolingual

μουσόδομος, -ον (Α)
(για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος.

Greek Monotonic

μουσόδομος: -ον (δέμω), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσό-δομος, ον δέμω
built by song, of the walls of Thebes, Anth.