οἰκωφελής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui est un bien pour une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ὀφέλλω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui est un bien pour une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ὀφέλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκωφελής:''' полезный для дома, тж. способствующий процветанию хозяйства, домовитый ([[γυνή]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκωφελής:''' -ές ([[ὀφέλλω]]), [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], γυνὴ [[οἰκωφελής]], [[σύζυγος]] της οποίας η [[σύνεση]] κάνει το [[σπίτι]] να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''οἰκωφελής:''' -ές ([[ὀφέλλω]]), [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], γυνὴ [[οἰκωφελής]], [[σύζυγος]] της οποίας η [[σύνεση]] κάνει το [[σπίτι]] να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰκ-ωφελής, ές [[ὀφέλλω]]<br />[[profitable]] to a [[house]], γυνὴ οἰκ. a [[wife]] whose [[prudence]] makes the [[house]] [[thrive]], Theocr. | |mdlsjtxt=οἰκ-ωφελής, ές [[ὀφέλλω]]<br />[[profitable]] to a [[house]], γυνὴ οἰκ. a [[wife]] whose [[prudence]] makes the [[house]] [[thrive]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.
German (Pape)
[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκωφελής: полезный для дома, тж. способствующий процветанию хозяйства, домовитый (γυνή Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.
Greek Monolingual
οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ωφελής, ψυχ-ωφελής)].
Greek Monotonic
οἰκωφελής: -ές (ὀφέλλω), επικερδής, ωφέλιμος για το σπίτι, γυνὴ οἰκωφελής, σύζυγος της οποίας η σύνεση κάνει το σπίτι να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
οἰκ-ωφελής, ές ὀφέλλω
profitable to a house, γυνὴ οἰκ. a wife whose prudence makes the house thrive, Theocr.