πλανόδιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]].
|btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾱνόδιος:''' (ᾱ по метрич. соображениям) странствующий, бродящий (π. διὰ χῶρον HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου).
|lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου).
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾱνόδιος:''' (ᾱ по метрич. соображениям) странствующий, бродящий (π. διὰ χῶρον HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλαν-όδιος, η, ον<br />[[going]] by bye-paths, [[wandering]], Hhymn. [ᾱ metri. grat.]
|mdlsjtxt=πλαν-όδιος, η, ον<br />[[going]] by bye-paths, [[wandering]], Hhymn. [ᾱ metri. grat.]
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλανόδιος Medium diacritics: πλανόδιος Low diacritics: πλανόδιος Capitals: ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ
Transliteration A: planódios Transliteration B: planodios Transliteration C: planodios Beta Code: plano/dios

English (LSJ)

α, ον, going by by-paths, wandering, h.Merc.75 [πλᾱ-, metri gr.]; cf. πληνοδία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par les chemins de traverse.
Étymologie: πλάνος, ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

πλᾱνόδιος: (ᾱ по метрич. соображениям) странствующий, бродящий (π. διὰ χῶρον HH).

Greek (Liddell-Scott)

πλανόδιος: -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 (ἔνθα πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, χάριν τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».

Greek Monolingual

-α, -ο / πλανόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α
αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια
νεοελλ.
1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής»)
2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» — το εμπόριο που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή για την εξασφάλιση της πελατείας
β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — κατηγορία μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από περιοχή σε περιοχή ή στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + ὁδός + κατάλ. -ίος (πρβλ. εισ-όδ-ιος)].

Greek Monotonic

πλανόδιος: -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. ( χάριν μέτρου).

Middle Liddell

πλαν-όδιος, η, ον
going by bye-paths, wandering, Hhymn. [ᾱ metri. grat.]