πλεοναχός: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />multiple.<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]]. | |btext=ή, όν :<br />multiple.<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεονᾰχός:''' [[многообразный]], [[многоразличный]] ([[τρόπος]] Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[λογής]], [[παντοειδής]], [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεοναχόν</i><br /><i>η</i> [[ποικιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεοναχῶς</i> και [[πλειοναχῶς]] Α<br />με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>βλ.</b> [[πανταχώς]], [[πανταχού]])]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[λογής]], [[παντοειδής]], [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεοναχόν</i><br /><i>η</i> [[ποικιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεοναχῶς</i> και [[πλειοναχῶς]] Α<br />με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>βλ.</b> [[πανταχώς]], [[πανταχού]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, manifold, γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.; κατὰ πλεοναχὸν τρόπον ibid.; τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου ib.p.41 U.; τὸ πλεοναχὸν τὸ τῆς ῥητορικῆς = diversity, Phld.Rh.1.50 S.:— elsewhere only Adv. πλεοναχῶς = in various ways or in various senses, λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8: also πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.
German (Pape)
[Seite 630] mehrfach; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
multiple.
Étymologie: πλέων.
Russian (Dvoretsky)
πλεονᾰχός: многообразный, многоразличный (τρόπος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
πλεονᾰχός: -όν, πολλαπλοῦς, παντοῖος, κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου αὐτόθι, 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν
η ποικιλία.
επίρρ...
πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α
με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (βλ. πανταχώς, πανταχού)].