σιτηγία: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />charge du transport des blés <i>ou</i> des vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σιτηγός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />charge du transport des blés <i>ou</i> des vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σιτηγός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτηγία:''' ἡ [[привоз хлеба]], [[доставка продовольствия]] (εἰς Ῥόδον Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐτηγία:''' ἡ, [[μεταφορά]] ή [[εισαγωγή]] σιτηρών, σε Δημ. | |lsmtext='''σῐτηγία:''' ἡ, [[μεταφορά]] ή [[εισαγωγή]] σιτηρών, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.
Russian (Dvoretsky)
σῑτηγία: ἡ привоз хлеба, доставка продовольствия (εἰς Ῥόδον Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ σιτηγός
μεταφορά, εισαγωγή σιταριού.
Greek Monotonic
σῐτηγία: ἡ, μεταφορά ή εισαγωγή σιτηρών, σε Δημ.
Middle Liddell
σῐτηγία, ἡ,
the conveyance or importation of corn, Dem. [from σιτηγός