στομαχικός: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de l'estomac.<br />'''Étymologie:''' [[στόμαχος]]. | |btext=ή, όν :<br />de l'estomac.<br />'''Étymologie:''' [[στόμαχος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στομαχῐκός:''' [[желудочный]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στομαχικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[στόμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στομάχι]] (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ [[συγκοπή]]» <b>Γαλ.</b><br />γ. «στομαχικὸν [[πάθος]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[πάθηση]] του στομάχου (α. «και ο [[πατέρας]] του ήταν [[στομαχικός]]» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]], [[ευεργετικός]] για τη [[λειτουργία]] του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «[[ποτὸν]] στομαχικόν», <b>Γαλ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[στομαχικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[στόμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στομάχι]] (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ [[συγκοπή]]» <b>Γαλ.</b><br />γ. «στομαχικὸν [[πάθος]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[πάθηση]] του στομάχου (α. «και ο [[πατέρας]] του ήταν [[στομαχικός]]» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]], [[ευεργετικός]] για τη [[λειτουργία]] του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «[[ποτὸν]] στομαχικόν», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of the stomach, πάθος Aret.SD2.6; συγκοπή Gal.7.128. 2 disordered in the stomach, Dsc.4.38, Arr.Epict.3.21.1, Aret.CD2.6, etc.; οἱ σ. ἢ οἱ μελαγχολικοί Plu.2.732a. Adv. -κῶς Gal.8.368. 3 good for the stomach, Ruf. ap. Orib.8.47.11, Gal.6.451.
German (Pape)
[Seite 948] vom Magen, zum Magen gehörig. – Am Magen leidend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Medic.; auch im adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'estomac.
Étymologie: στόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
στομαχῐκός: желудочный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στομᾰχῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν στόμαχον, πάθος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6· συγκοπὴ Γαλην. 2) ὁ πάσχων τὸν στόμαχον, Διοσκ. 4. 38, Ἀρεταῖ., κλπ.· μνημονεύεται μετὰ τοῦ μελαγχολικός, Πλούτ. 2. 732Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στομαχικός, -ή, -όν ΝΜΑ στόμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ.
γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.)
2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση του στομάχου (α. «και ο πατέρας του ήταν στομαχικός» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», Πλούτ.)
3. κατάλληλος, ευεργετικός για τη λειτουργία του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «ποτὸν στομαχικόν», Γαλ.).