σκοῖδος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />= [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]], nom d'un fonctionnaire macédonien. Ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐν]] ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχίζω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />= [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]], nom d'un fonctionnaire macédonien. Ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐν]] ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκοῖδος:''' ὁ макед. заведующий хозяйством, эконом Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(μακεδονική λ.)<br /><b>1.</b> [[διοικητής]] ή [[διαχειριστής]] ή [[ταμίας]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του τ. με το αρχ. ινδ. <i>cheda</i> «[[χωρισμός]]» και την [[οικογένεια]] του [[σχίζω]] παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. <i>κοῶ</i> «[[ακούω]]»].
|mltxt=ὁ, Α<br />(μακεδονική λ.)<br /><b>1.</b> [[διοικητής]] ή [[διαχειριστής]] ή [[ταμίας]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του τ. με το αρχ. ινδ. <i>cheda</i> «[[χωρισμός]]» και την [[οικογένεια]] του [[σχίζω]] παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. <i>κοῶ</i> «[[ακούω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''σκοῖδος:''' ὁ макед. заведующий хозяйством, эконом Men.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: = [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]] etc., des. of a Macedonian official (Hdn. Gr., Poll., H.), surn. of Dionysos (Men.); [[σκοιδίᾳ]] f. dat. [[educatress]], [[housekeeper]] (Naxos I-IIp).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: By Frisk connected with [[σχίζω]] as if from an IE root <b class="b3">*σκιδ-</b>, which is wrong; s. [[σκινδαλμός]]. Unexplained.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: = [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]] etc., des. of a Macedonian official (Hdn. Gr., Poll., H.), surn. of Dionysos (Men.); [[σκοιδίᾳ]] f. dat. [[educatress]], [[housekeeper]] (Naxos I-IIp).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: By Frisk connected with [[σχίζω]] as if from an IE root <b class="b3">*σκιδ-</b>, which is wrong; s. [[σκινδαλμός]]. Unexplained.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοῖδος Medium diacritics: σκοῖδος Low diacritics: σκοίδος Capitals: ΣΚΟΙΔΟΣ
Transliteration A: skoîdos Transliteration B: skoidos Transliteration C: skoidos Beta Code: skoi=dos

English (LSJ)

(for which κοῖδος is wrongly given by codd. of Arc.47), ὁ, Maced. for διοικητής or ταμίας, Poll.10.16, Hsch., Phot.: as epithet of Dionysus, Men.Kith.Fr.9.

German (Pape)

[Seite 901] ὁ, macedonisch für διοικητής, ταμίας, auch κοῖδος geschrieben. – Auch Beiw. des Dionysus, Hemst. Poll. 10, 16, Mein. Men. p. 97.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
= οἰκονόμος, ταμίας, nom d'un fonctionnaire macédonien. Ἡ λέξις κεῖται ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.
Étymologie: DELG σχίζω.

Russian (Dvoretsky)

σκοῖδος: ὁ макед. заведующий хозяйством, эконом Men.

Greek (Liddell-Scott)

σκοῖδος: ἢ κοῖδος (Ἀρκάδ. 47), ὁ, Μακεδ. ἀντὶ διοικητὴς ἢ ταμίας, Πολυδ. Ι΄, 16, Φώτ., Ἡσύχ.· ὡς ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 9, ἴδε Hemst. εἰς Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(μακεδονική λ.)
1. διοικητής ή διαχειριστής ή ταμίας
2. προσωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του τ. με το αρχ. ινδ. cheda «χωρισμός» και την οικογένεια του σχίζω παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. κοῶ «ακούω»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: = οἰκονόμος, ταμίας etc., des. of a Macedonian official (Hdn. Gr., Poll., H.), surn. of Dionysos (Men.); σκοιδίᾳ f. dat. educatress, housekeeper (Naxos I-IIp).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Frisk connected with σχίζω as if from an IE root *σκιδ-, which is wrong; s. σκινδαλμός. Unexplained.