τερέτισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />accords d'un chant fredonné.<br />'''Étymologie:''' [[τερετίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />accords d'un chant fredonné.<br />'''Étymologie:''' [[τερετίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερέτισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[пустой звук]], [[слово без смысла]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερέτισμα:''' -ατος, τό, [[σφύριγμα]], [[τιτίβισμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τερέτισμα:''' -ατος, τό, [[σφύριγμα]], [[τιτίβισμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερέτισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[пустой звук]], [[слово без смысла]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τερέτισμα]], ατος, τό, [from [[τερετίζω]]<br />a whistling, trilling, Anth.
|mdlsjtxt=[[τερέτισμα]], ατος, τό, [from [[τερετίζω]]<br />a whistling, trilling, Anth.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερέτισμα Medium diacritics: τερέτισμα Low diacritics: τερέτισμα Capitals: ΤΕΡΕΤΙΣΜΑ
Transliteration A: terétisma Transliteration B: teretisma Transliteration C: teretisma Beta Code: tere/tisma

English (LSJ)

ατος, τό, A a humming, twanging, φορμίγγων Diog. ap. D.L.6.104 (alluding to E.Fr.200), Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352 (both Agath.); chirruping of cicadas, Hsch. II metaph., a mere sound or twittering, τερετίσματα τὰ εἴδη (the Platonic ideas) Arist.APo.83a33; τὰ συνήθη ταῦτα τ. the ordinary prattle, Procop.Gaz.Ep.33; τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, = Folgdm; Luc. Nigr. 15; ἀντίτυπον, Agath. 68 (XI, 352); φορμίγγων, 91 (VII, 612).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
accords d'un chant fredonné.
Étymologie: τερετίζω.

Russian (Dvoretsky)

τερέτισμα: ατος τό
1) досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);
2) пустой звук, слово без смысла Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τερέτισμα: τό, ἀπομίμησις τῆς φωνῆς χελιδόνος ἢ τέττιγος διὰ τῆς φόρμιγγος ἢ διὰ τοῦ στόματος, ᾆσμα, ᾠδή, Ἀνθολ. Π. 7. 612., 11. 352, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 15. ΙΙ. μεταφορ., μόνον ἦχος καὶ οὐδὲν πλέον, τερετίσματα τὰ εἴδη (αἱ τοῦ Πλάτωνος ἰδέαι) Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 22, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίσματα· ὠδαὶ ἀπατηλαί, τὰ τῆς κιθάρας κρούματα, καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα».

Greek Monolingual

το, ΝΑ τερετίζω
1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό
2. απομίμηση της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού
νεοελλ.
σιγανό τραγούδι
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα
«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα»
β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»
2. μτφ. ήχος («τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κροῦμα νοοῦμεν», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

τερέτισμα: -ατος, τό, σφύριγμα, τιτίβισμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τερέτισμα, ατος, τό, [from τερετίζω
a whistling, trilling, Anth.