φρεναπάτης: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />séducteur.<br />'''Étymologie:''' [[φρεναπατάω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />séducteur.<br />'''Étymologie:''' [[φρεναπατάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρενᾰπάτης:''' ου ὁ обманщик, обольститель NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρενᾰπάτης:''' -ου, ὁ ([[ἀπάτη]]), αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''φρενᾰπάτης:''' -ου, ὁ ([[ἀπάτη]]), αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, soul-deceiver, Lyr.Alex.Adesp.1.18, Ep.Tit.1.10, PLond.5.1677.22 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1304] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
séducteur.
Étymologie: φρεναπατάω.
Russian (Dvoretsky)
φρενᾰπάτης: ου ὁ обманщик, обольститель NT.
Greek (Liddell-Scott)
φρεναπάτης: -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
English (Strong)
from φρήν and ἀπάτη; a mind-misleader, i.e. seducer: deceiver.
English (Thayer)
φρεναπατου, ὁ (φρήν and ἀπάτη), a mind-deceiver; Vulg. seductor; (A. V. deceiver): Titus 1:10. (Several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ὁ, Α [φρεναπατῶ (Ι)]
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει.
Greek Monotonic
φρενᾰπάτης: -ου, ὁ (ἀπάτη), αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
φρεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπάτη
a soul-deceiver, NTest.
Chinese
原文音譯:frenap£thj 弗練-阿爬帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:意向-引誘(者)
字義溯源:迷亂人心思者,欺哄人,欺騙者;由(φρήν)*=心思)與(ἀπάτη)=欺瞞)組成,而 (ἀπάτη)出自(ἀπατάω)*=欺騙)。比較: (πλάνος)=漂白,迷惑
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 欺哄人(1) 多1:10