φιλόκαινος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καινός]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόκαινος:''' [[любящий новизну]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόκαινος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· <i>τὸ φιλόκαινον</i>, [[αγάπη]] για νεωτερισμούς, σε Λουκ.
|lsmtext='''φῐλόκαινος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· <i>τὸ φιλόκαινον</i>, [[αγάπη]] για νεωτερισμούς, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόκαινος:''' [[любящий новизну]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλό-καινος, ον,<br />[[loving]] [[novelty]] or [[innovation]]: τὸ φιλόκαινον [[love]] of [[novelty]], Luc.
|mdlsjtxt=φῐλό-καινος, ον,<br />[[loving]] [[novelty]] or [[innovation]]: τὸ φιλόκαινον [[love]] of [[novelty]], Luc.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκαινος Medium diacritics: φιλόκαινος Low diacritics: φιλόκαινος Capitals: ΦΙΛΟΚΑΙΝΟΣ
Transliteration A: philókainos Transliteration B: philokainos Transliteration C: filokainos Beta Code: filo/kainos

English (LSJ)

ον, loving novelty or innovation, Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. D.H. 15.6(7), Ph.2.115, Luc.Icar.24.

German (Pape)

[Seite 1280] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.
Étymologie: φίλος, καινός.

Russian (Dvoretsky)

φιλόκαινος: любящий новизну Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκαινος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει καθετί το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαινον
η αγάπη για τις καινοτομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καινός «νέος, καινούργιος»].

Greek Monotonic

φῐλόκαινος: -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· τὸ φιλόκαινον, αγάπη για νεωτερισμούς, σε Λουκ.

Middle Liddell

φῐλό-καινος, ον,
loving novelty or innovation: τὸ φιλόκαινον love of novelty, Luc.