φρενήρης: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />sensé, raisonnable, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], ἄρω. | |btext=ης, ες:<br />sensé, raisonnable, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], ἄρω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρενήρης:''' [[здравомыслящий]], [[благоразумный]] Her., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρενήρης:''' -ες, γεν. <i>-έος</i> ([[ἀραρίσκω]]), αυτός που κυριαρχεί στο νου του, [[φρόνιμος]], Λατ. [[compos]] mentis, σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''φρενήρης:''' -ες, γεν. <i>-έος</i> ([[ἀραρίσκω]]), αυτός που κυριαρχεί στο νου του, [[φρόνιμος]], Λατ. [[compos]] mentis, σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, sound of mind, opp. ἐμμανής, Hdt.3.25, cf.30, 35, E.Heracl.150, Phld.Mort.39, Plu.2.323c, Luc.Cal.3, etc.: Sup. -έστατος Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.
German (Pape)
[Seite 1304] ες, seiner Seele, seines Verstandes mächtig, verständig, Eur. Heracl. 151 El. 1053.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
sensé, raisonnable, prudent.
Étymologie: φρήν, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
φρενήρης: здравомыслящий, благоразумный Her., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
φρενήρης: -ες, γεν. εος, ὁ ἀραρὼς τὰς φρένας, ὑγιὴς τὸν νοῦν, φρόνιμος, ἀρτίφρων, Λατιν. compos mentis, ἀντίθετον τῷ ἐμμανής, Ἡρόδ. 3. 25, πρβλ. 30. 35, Εὐρ. Ἡρακλ. 150, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34 κἑξ.
Greek Monolingual
-ες / φρενήρης, -ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α
νεοελλ.
κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ήρης (Ι)].
Greek Monotonic
φρενήρης: -ες, γεν. -έος (ἀραρίσκω), αυτός που κυριαρχεί στο νου του, φρόνιμος, Λατ. compos mentis, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
φρεν-ήρης, ες ἀραρίσκω
master of his mind, sound of mind, Lat. compos mentis, Hdt., Eur.