χαλκοειδής: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοειδής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[похожий на медь]], [[цвета меди]] (οὐδὲ χ., οὐδὲ [[ἄλλην]] οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[словно из меди]] (ῥάβδοι Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A like copper, copper-coloured, Arist.Col.793a26; μέλιτται Ael.NA17.35; ῥάβδοι D.S.17.90, cf. Dsc.5.99. II epithet of the cuneiform bone, χ. ὀστέον, ὀστᾶ, PLit.Lond.167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.
German (Pape)
[Seite 1331] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à de l'airain.
Étymologie: χαλκός, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοειδής:
1) похожий на медь, цвета меди (οὐδὲ χ., οὐδὲ ἄλλην οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);
2) словно из меди (ῥάβδοι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοειδής: -ές, ὅμοιος χαλκῷ, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με χαλκό
2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας χρυσομηλίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή
(αρχ) χαρακτηρισμός του σφηνοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalcoides].