φραστικός: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la parole ; τὸ φραστικόν PLUT la facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la parole ; τὸ φραστικόν PLUT la facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[указывающий]], [[объясняющий]], [[обозначающий]] ([[λόγος]] φωνὴ φραστικὴ ἑκάστου τῶν ὄντων, sc. ἐστίν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[умеющий говорить]], [[легко изъясняющийся]] ([[ἀνήρ]] Plut.) - см. тж. [[φραστικόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φραστικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φράση]] (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό [[πυροτέχνημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να δηλώσει, να εκφράσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]], [[εύγλωττος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φραστικόν</i><br />η [[ικανότητα]] έκφρασης, η [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι), μέσω του αμάρτυρου ρηματ. επιθ. <i>φραστός</i>, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό λέξεων].
|mltxt=-ή, -ό / [[φραστικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φράση]] (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό [[πυροτέχνημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να δηλώσει, να εκφράσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]], [[εύγλωττος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φραστικόν</i><br />η [[ικανότητα]] έκφρασης, η [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι), μέσω του αμάρτυρου ρηματ. επιθ. <i>φραστός</i>, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό λέξεων].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[указывающий]], [[объясняющий]], [[обозначающий]] ([[λόγος]] φωνὴ φραστικὴ ἑκάστου τῶν ὄντων, sc. ἐστίν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[умеющий говорить]], [[легко изъясняющийся]] ([[ἀνήρ]] Plut.) - см. тж. [[φραστικόν]].
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραστικός Medium diacritics: φραστικός Low diacritics: φραστικός Capitals: ΦΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phrastikós Transliteration B: phrastikos Transliteration C: frastikos Beta Code: frastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, indicative, expressive, τινος Pl.Def.414d; τὸ φ. μέρος τοῦ λόγου, opp. ἡ νόησις, Longin.30.1; φ. τόποι expressive, Id.32.6; φ. δύναμις M.Ant.1.16, Ael.VH3.1; of persons, eloquent, D.L.5.65: τὸ φ. power of speaking, Placit.5.20.4.

German (Pape)

[Seite 1303] zum Sprechen, Reden gehörig, geschickt, τὸ φραστικόν, die Fähigkeit zu sprechen, Plut. plac. phil. 5, 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la parole ; τὸ φραστικόν PLUT la facilité de parole.
Étymologie: φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φραστικός:
1) указывающий, объясняющий, обозначающий (λόγος φωνὴ φραστικὴ ἑκάστου τῶν ὄντων, sc. ἐστίν Plat.);
2) умеющий говорить, легко изъясняющийся (ἀνήρ Plut.) - см. тж. φραστικόν.

Greek (Liddell-Scott)

φραστικός: -ή, -όν, (φράζω) ὁ ἁρμόζων εἰς δήλωσιν ἢ ἔκφρασίν τινος, μεταγεν. φραστικὴ (φωνὴ) ἑκάστου τῶν ὄντων Πλάτ. Ὅρος 414D ˙ τὸ φρ. μέρος τοῦ λόγου ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νόησις, Λογγῖνος 30˙ φ. τόποι, ἐκφραστικοί, ὁ αὐτ. 32. 6˙ φρ. δύναμις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ ἐπὶ προσώπων, εὔγλωττος, Διογέν. Λαέρτ. 5. 65˙ ― τὸ φραστικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαλεῖν, ἡ γλῶσσα, Πλούτ. 2. 909Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φραστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φράση (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό πυροτέχνημα»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος να δηλώσει, να εκφράσει κάτι
2. εκφραστικός, εύγλωττος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φραστικόν
η ικανότητα έκφρασης, η γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι), μέσω του αμάρτυρου ρηματ. επιθ. φραστός, το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό λέξεων].