ἀΐσθω: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />souffler, exhaler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄω]], [[ἄημι]] ; R. ἈϜ souffler. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />souffler, exhaler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄω]], [[ἄημι]] ; R. ἈϜ souffler. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀΐσθω:''' [[выдыхать]], [[испускать]] (θυμόν Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀΐσθω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ([[ἄημι]]), [[εκπνέω]], όπως το [[ἀποπνέω]]· θυμὸν [[ἄϊσθε]], παρέδιδε το [[πνεύμα]] του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀΐσθω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ([[ἄημι]]), [[εκπνέω]], όπως το [[ἀποπνέω]]· θυμὸν [[ἄϊσθε]], παρέδιδε το [[πνεύμα]] του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
(ἄημι) Ep. Verb, breathe out, θυμὸν ἄϊσθε he was giving up the ghost, Il.20.403, cf. 16.468.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
souffler, exhaler.
Étymologie: cf. ἄω, ἄημι ; R. ἈϜ souffler.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐσθω: выдыхать, испускать (θυμόν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐσθω: (ἄημι) Ἐπ. ῥῆμα, ἐκπνέω, ἀποπνέω, θυμὸν ἄϊσθε, ἐξέπνευσε, Ἰλ. Υ. 403· θυμὸν ἀΐσθων, ἐκπνέων, ΙΙ. 468· πρβλ. ἀΐω = ἄημι.
Greek Monotonic
ἀΐσθω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ἄημι), εκπνέω, όπως το ἀποπνέω· θυμὸν ἄϊσθε, παρέδιδε το πνεύμα του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.