Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]].
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χωρῑτικός:''' [[сельский]], [[деревенский]]: [[πλῆθος]] χωριτικόν Plut. толпа поселян.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χωρῑτικός:''' [[сельский]], [[деревенский]]: [[πλῆθος]] χωριτικόν Plut. толпа поселян.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]<br />of or like a [[countryman]], [[rustic]], [[rural]], Plut.: adv. -κῶς, in [[rustic]] [[fashion]], Xen.
|mdlsjtxt=χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]<br />of or like a [[countryman]], [[rustic]], [[rural]], Plut.: adv. -κῶς, in [[rustic]] [[fashion]], Xen.
}}
}}

Revision as of 17:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑτικός Medium diacritics: χωριτικός Low diacritics: χωριτικός Capitals: ΧΩΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōritikós Transliteration B: chōritikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwritiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. -κῶς in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.

German (Pape)

[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.

Russian (Dvoretsky)

χωρῑτικός: сельский, деревенский: πλῆθος χωριτικόν Plut. толпа поселян.

Greek (Liddell-Scott)

χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χωρίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός
2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» — χωρικός (Αιλ.).
επίρρ...
χωριτικῶς Α
όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.

Greek Monotonic

χωρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, χωριάτικος, αγροτικός, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]
of or like a countryman, rustic, rural, Plut.: adv. -κῶς, in rustic fashion, Xen.