χρυσωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />doreur.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />doreur.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσωτής:''' οῦ ὁ [[золотильщик]] (ἀγαλμάτων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[χρυσώτρια]], Ν [[χρυσῶ]] /[[χρυσώνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο [[χρύσωμα]], στην [[επιχρύσωση]] (α. «[[χρυσωτής]] βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ [[μισθός]]», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[χρυσώτρια]], Ν [[χρυσῶ]] /[[χρυσώνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο [[χρύσωμα]], στην [[επιχρύσωση]] (α. «[[χρυσωτής]] βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ [[μισθός]]», <b>επιγρ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσωτής:''' οῦ ὁ [[золотильщик]] (ἀγαλμάτων Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσωτής Medium diacritics: χρυσωτής Low diacritics: χρυσωτής Capitals: ΧΡΥΣΩΤΗΣ
Transliteration A: chrysōtḗs Transliteration B: chrysōtēs Transliteration C: chrysotis Beta Code: xruswth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν χρυσῶ /χρυσώνω
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).