ἀλωπέκιον: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[ἀλώπηξ]]. | |btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[ἀλώπηξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλωπέκιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[ἀλώπηξ]] лисенок Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλωπέκιον:''' τό, υποκορ. του [[ἀλώπηξ]], μικρή [[αλεπού]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀλωπέκιον:''' τό, υποκορ. του [[ἀλώπηξ]], μικρή [[αλεπού]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀλώπηξ, little fox, Ar.Eq.1076,1079.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
zorrito Ar.Eq.1076, 1078, Plu.2.234a.
German (Pape)
[Seite 113] τό, Füchslein, Ar. Eq. 1071; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de ἀλώπηξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωπέκιον: (ᾰ) τό [demin. к ἀλώπηξ лисенок Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπέκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀλώπηξ = μικρὰ ἀλώπηξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1076. 1079.
Greek Monolingual
ἀλωπέκιον, το (Α)
1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
ἀλωπέκιον: τό, υποκορ. του ἀλώπηξ, μικρή αλεπού, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[Dim. of ἀλώπηξ
a little fox, Ar.