ἀναίματος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἄναιμος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἄναιμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίμᾰτος:''' [[бескровный]] ([[σκιά]] Aesch.; τροφαί Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίμᾰτος:''' -ον = [[ἄναιμος]], αποτραγγισμένος από [[αίμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀναίμᾰτος:''' -ον = [[ἄναιμος]], αποτραγγισμένος από [[αίμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίμᾰτος:''' [[бескровный]] ([[σκιά]] Aesch.; τροφαί Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἄναιμος]].]<br />drained of [[blood]], Aesch.
|mdlsjtxt== [[ἄναιμος]].]<br />drained of [[blood]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίμᾰτος Medium diacritics: ἀναίματος Low diacritics: αναίματος Capitals: ΑΝΑΙΜΑΤΟΣ
Transliteration A: anaímatos Transliteration B: anaimatos Transliteration C: anaimatos Beta Code: a)nai/matos

English (LSJ)

ον, = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.

Spanish (DGE)

-ον
exangüe, desangrado ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων, σκιάν de Orestes, A.Eu.302
del caracol que carece de sangre enigma en Ath.63b.

German (Pape)

[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἄναιμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίμᾰτος: бескровный (σκιά Aesch.; τροφαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναίματος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιματος < αἷμα.

Greek Monotonic

ἀναίμᾰτος: -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἄναιμος.]
drained of blood, Aesch.