ἀναμνηστικός: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] zur Erinnerung, Plut. Cat. min. 1 dem [[μνημονικός]] entgegengesetzt, sich leichterinnernd, vgl. Arist. de mem. 1, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] zur Erinnerung, Plut. Cat. min. 1 dem [[μνημονικός]] entgegengesetzt, sich leichterinnernd, vgl. Arist. de mem. 1, 1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναμνηστικός:''' [[легко вспоминающий]]: οὐχ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί Arst. не у всех прочная память сочетается с легкостью воспоминания. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναμνηστικός]], -ή, -όν) [[ἀναμιμνήσκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[ανάμνηση]], αυτός που προκαλεί [[ανάμνηση]], που συντελεί στη [[διατήρηση]] της αναμνήσεως<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αναμνηστικό</i><br />[[αντικείμενο]] που διατηρεί στη [[μνήμη]] του κατόχου του το [[γεγονός]], τον [[τόπο]] ή το [[πρόσωπο]] από όπου προέρχεται, [[ενθύμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να θυμάται, να φέρνει εύκολα στη [[μνήμη]] του [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παρελθόν]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναμνηστικός]], -ή, -όν) [[ἀναμιμνήσκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[ανάμνηση]], αυτός που προκαλεί [[ανάμνηση]], που συντελεί στη [[διατήρηση]] της αναμνήσεως<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αναμνηστικό</i><br />[[αντικείμενο]] που διατηρεί στη [[μνήμη]] του κατόχου του το [[γεγονός]], τον [[τόπο]] ή το [[πρόσωπο]] από όπου προέρχεται, [[ενθύμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να θυμάται, να φέρνει εύκολα στη [[μνήμη]] του [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παρελθόν]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:39, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A able to recall to mind readily, opp. μνημονικός (of retentive memory), Arist.Mem.449b7, 453a5. II indicative of the past, σημεῖα Gal.1.313.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que tiene facilidad para la reminiscencia op. μνημονικός Arist.Mem.449b7.
2 reminiscente, que trae recuerdos, recordatorio ἔμφασις Demetr.Eloc.287, σημεῖα Gal.1.313
•c. gen. τῶν πεπραγμένων Horap.2.117.
German (Pape)
[Seite 198] zur Erinnerung, Plut. Cat. min. 1 dem μνημονικός entgegengesetzt, sich leichterinnernd, vgl. Arist. de mem. 1, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμνηστικός: легко вспоминающий: οὐχ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί Arst. не у всех прочная память сочетается с легкостью воспоминания.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμνηστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἱκανὸς νὰ ἀναμιμνήσκηται εὐκόλως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μνημονικός, (ὅπερ σημαίνει τὸν ἔχοντα σταθερὰν καὶ παραμένουσαν μνήμην), οὐ γὰρ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ πολὺ μνημονικώτεροι μὲν οἱ βραδεῖς, ἀναμνηστικώτεροι δὲ οἱ ταχεῖς καὶ εὐμαθεῖς Ἀριστ. Περὶ Μνήμ. 1. 1., 2. 24.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναμνηστικός, -ή, -όν) ἀναμιμνήσκω
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση της αναμνήσεως
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό
αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη του κατόχου του το γεγονός, τον τόπο ή το πρόσωπο από όπου προέρχεται, ενθύμιο
αρχ.
1. ο ικανός να θυμάται, να φέρνει εύκολα στη μνήμη του κάτι
2. αυτός που αναφέρεται στο παρελθόν.