ἀνεόρταστος: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans fêtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑορτάζω]]. | |btext=ος, ον :<br />sans fêtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑορτάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεόρταστος:''' [[не сопровождаемый празднествами]] ([[βίος]] Democr.; [[ἄθεος]] καὶ ἀ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεόρταστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε [[γιορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]]»). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεόρταστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε [[γιορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, without holidays or festive joy, βίος Democr.230, cf. Plu.2.1102b.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene fiestas, βίος Democr.B 230, ἄθεόν ἐστι καὶ ἀνεόρταστον es impío e indigno de una fiesta Plu.2.1102b.
German (Pape)
[Seite 224] nicht gefeiert, ohne Festlichkeiten, Themist.; Democr. Stob. 16, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fêtes.
Étymologie: ἀ, ἑορτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεόρταστος: не сопровождаемый празднествами (βίος Democr.; ἄθεος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεόρταστος: -ον, (ἑορτάζω) ὁ ἄνευ ἑορτῶν ἢ ἑορταστικῶν ἀπολαύσεων, βίος ἀνεόρταστος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 138, Πλούτ. 2. 1102Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεόρταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε γιορτή
αρχ.
ο χωρίς γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («βίος ἀνεόρταστος»).