ἀνεόρταστος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fêtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑορτάζω]].
|btext=ος, ον :<br />sans fêtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑορτάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεόρταστος:''' [[не сопровождаемый празднествами]] ([[βίος]] Democr.; [[ἄθεος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεόρταστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε [[γιορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]]»).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεόρταστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε [[γιορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεόρταστος:''' [[не сопровождаемый празднествами]] ([[βίος]] Democr.; [[ἄθεος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεόρταστος Medium diacritics: ἀνεόρταστος Low diacritics: ανεόρταστος Capitals: ΑΝΕΟΡΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aneórtastos Transliteration B: aneortastos Transliteration C: aneortastos Beta Code: a)neo/rtastos

English (LSJ)

ον, without holidays or festive joy, βίος Democr.230, cf. Plu.2.1102b.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene fiestas, βίος Democr.B 230, ἄθεόν ἐστι καὶ ἀνεόρταστον es impío e indigno de una fiesta Plu.2.1102b.

German (Pape)

[Seite 224] nicht gefeiert, ohne Festlichkeiten, Themist.; Democr. Stob. 16, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fêtes.
Étymologie: , ἑορτάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεόρταστος: не сопровождаемый празднествами (βίος Democr.; ἄθεος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεόρταστος: -ον, (ἑορτάζω) ὁ ἄνευ ἑορτῶν ἢ ἑορταστικῶν ἀπολαύσεων, βίος ἀνεόρταστος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 138, Πλούτ. 2. 1102Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεόρταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε γιορτή
αρχ.
ο χωρίς γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («βίος ἀνεόρταστος»).