ἀνασχετικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />patient.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]]. | |btext=ή, όν :<br />patient.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασχετικός:''' [[терпеливо переносящий]], [[терпеливый]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, enduring, patient, Plu.2.31a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν paciente Plu.2.31a.
German (Pape)
[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.