ἀνθόκροκος: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tissu de couleurs éclatantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[κρόκη]]. | |btext=ος, ον :<br />tissu de couleurs éclatantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[κρόκη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθόκροκος:''' [[затканный цветами]], [[пестро расшитый]] (πῆναι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθόκροκος:''' -ον ([[κρέκω]]), επεξεργασμένος με λουλούδια ή ο [[ανοιχτόχρωμος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνθόκροκος:''' -ον ([[κρέκω]]), επεξεργασμένος με λουλούδια ή ο [[ανοιχτόχρωμος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κρέκω]]<br />worked with flowers or brightcoloured, Eur. | |mdlsjtxt=[[κρέκω]]<br />worked with flowers or brightcoloured, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (κρέκω) worked with flowers, πῆναι E.Hec.471 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον bordado con flores πῆναι E.Hec.471.
German (Pape)
[Seite 232] mit buntfarbigem Einschlag, bunt durchwirkt, πῆναι Eur. Hec. 475.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tissu de couleurs éclatantes.
Étymologie: ἄνθος, κρόκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθόκροκος: затканный цветами, пестро расшитый (πῆναι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθόκροκος: -ον, (κρέκω) ὁ ποικίλως διυφασμένος, δι’ ἀνθέων, ἢ ὁ κροκοβαφής, ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ’ ἀνθοκρόκοισι πήναις, «ἐν ποικίλαις μετάξαις κροκοβαφέσι» Σχολ. (προηγεῖται ἐν κροκέω πέπλω) Εὐρ. Ἑκ. 471.
Greek Monolingual
ἀνθόκροκος, -ον (Α)
ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)].
Greek Monotonic
ἀνθόκροκος: -ον (κρέκω), επεξεργασμένος με λουλούδια ή ο ανοιχτόχρωμος, σε Ευρ.
Middle Liddell
κρέκω
worked with flowers or brightcoloured, Eur.