ἀποθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θρύπτω]].
|btext=amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θρύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθρύπτω:''' [[надламывать]], [[сокрушать]] (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθρύπτω:''' [[надламывать]], [[сокрушать]] (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[crush]] in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος [[broken]], enervated, Plat.
|mdlsjtxt=<br />to [[crush]] in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος [[broken]], enervated, Plat.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθρύπτω Medium diacritics: ἀποθρύπτω Low diacritics: αποθρύπτω Capitals: ΑΠΟΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: apothrýptō Transliteration B: apothryptō Transliteration C: apothrypto Beta Code: a)poqru/ptw

English (LSJ)

crush, crumble to pieces, J.BJ3.7.23: metaph., break in spirit, enervate, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl. R.495e.

Spanish (DGE)

deshacer, desmoronar γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.BI 3.243
fig. desmoralizar τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.R.495C.

German (Pape)

[Seite 303] ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεθρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.

French (Bailly abrégé)

amollir.
Étymologie: ἀπό, θρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθρύπτω: надламывать, сокрушать (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθρύπτω: μέλλ. -ψω, συντρίβω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., συντρίβω τὸ πνεῦμα, ἐκνευρίζω, ἐκθηλύνω, τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ.

Greek Monotonic

ἀποθρύπτω: μέλ. -ψω, συντρίβω σε κομμάτια, θρυμματίζω· μεταφ. στην Παθ., ἀποτεθρυμμένος, αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.

Middle Liddell


to crush in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος broken, enervated, Plat.